- θηγαλεος
- θηγαλέοςθηγᾰλέος31) заостренный, острый
(στάλιξ Anth.)
2) делающий острым, заостряющий(λίθος θηγαλέη καλάμων Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(στάλιξ Anth.)
(λίθος θηγαλέη καλάμων Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θηγαλέος — θηγαλέος, α, ον (Α) 1. οξύς, κοφτερός 2. αυτός που ακονίζει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήγω (πρβλ. φεύγω φευγαλέος). Αν πρόκειται για αρχαίο τ., αποτελεί μαρτυρία για εναλλαγή τών παρεκτάσεων αλ αν στο θ. θηγ (πρβλ. λ.χ. θηγ αν η)] … Dictionary of Greek
θηγαλέον — θηγαλέος pointed masc acc sg θηγαλέος pointed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέη — θηγαλέος pointed fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέην — θηγαλέος pointed fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέης — θηγαλέος pointed fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέοις — θηγαλέος pointed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέους — θηγαλέος pointed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέων — θηγαλέος pointed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέῃ — θηγαλέος pointed fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηγαλέῳ — θηγαλέος pointed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας … Dictionary of Greek